χλεμπόνα

χλεμπόνα
η
1) жёлтый перезрелый огурец; 2) перен. женщина с бледным, жёлтым лицом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χλεμπόνα" в других словарях:

  • χλεμπόνα — η το πολύ ώριμο και κιτρινωπό αγγούρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χλεμπάγιας — ο, Ν [χλεμπάγια] 1. άνθρωπος ταπεινής καταγωγής 2. χυδαίος άνθρωπος. χλεμπόνα, η, Ν 1. πολύ ώριμο και κιτρινωπό πεπόνι ή αγγούρι ή κολοκύθι 2. μτφ. (για γυναίκα) χλεμπονιάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλεμόνα < φλεμόνια < πλεμόνα / πλεμόνι] …   Dictionary of Greek

  • χλεμπονιάζω — Ν [χλεμπόνα] (αμτβ.) γίνομαι χλεμπονιάρης …   Dictionary of Greek

  • χλεμπονιάρης — α, ικο, Ν αυτός που έχει κίτρινο χρώμα, κιτρινιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλεμπόνα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. κιτριν ιάρης)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»